λαγαρόκυκλος

λαγαρόκυκλος
λαγαρόκυκλος
somewhat convex
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαγαρόκυκλος — λαγαρόκυκλος, ον (AM) [λαγαρός] 1. ο βαθιά κοίλος σαν το όστρακο τής χελώνας 2. (ως επίθ. τής λύρας και τής κιθάρας) ο πολύ κοίλος («λαγαρόκυκλος λύρα», Ευστάθ.) …   Dictionary of Greek

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”